κηλειος

κηλειος
    κήλειος
    эп. κήλεος 2
    жаркий, пылающий
    

(πῦρ Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κηλειος" в других словарях:

  • κήλειος — κήλεος burning masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήλεος — κήλεος, ον στον Ομ. και κήλειος, ον (Α) φρ. «πυρί κηλέῳ» ή «πυρί κηλείῳ» με λαμπερή αναμμένη φωτιά («τάχα νήας ἐνιπρήσει πυρί κηλέῳ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. κήλ εος πιθ. < καυαλέος, με συναίρεση και αναβιβασμό τού τόνου. Ο τ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»